προσχεδίασμα

προσχεδίασμα
το, -ατος
βλ. προσχέδιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσχεδίασμα — το, Ν 1. η ενέργεια τού προσχεδιάζω 2. το αποτέλεσμα τού προσχεδιάζω, το προσχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • καρτόν — το (στη ζωγραφική) προσχεδίασμα μιας εικόνας που χρησιμοποιείται κυρίως στις νωπογραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carton] …   Dictionary of Greek

  • προσχέδιο — Το προκαταρκτικό σχέδιο. Oνομάζεται και προσχεδίασμα. Π. γίνονται συνήθως για συμβάσεις, νόμους, οδοποιητικά έργα κλπ. Στη ζωγραφική π. είναι το αρχικό σχέδιο του καλλιτέχνη με βάση το οποίο φιλοτεχνεί αργότερα κάποιο πίνακα. Π. χρησιμοποιούν… …   Dictionary of Greek

  • προσχεδίαση — η, Ν [προσχεδιάζω] προσχεδίασμα …   Dictionary of Greek

  • προσχέδιο — το προκαταρκτικό σχέδιο, προμελέτη, προσχεδίασμα: Προσχέδιο σύμβασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”